- φυλλολόγημα
- τό1) сбор листьев; 2) с.-х. снятие листьев
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φυλλολόγημα — το, Ν 1. συλλογή φύλλων για να χρησιμοποιηθούν για αφεψήματα ή ως ζωοτροφή 2. αφαίρεση φύλλων, ξεφύλλισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυλλολογώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1825 στο Λεξικόν Γραικογαλλικόν τού F. D. Deheque] … Dictionary of Greek
φυλλολόγημα — το, ατος 1. η συλλογή φύλλων φυτού που καλλιεργείται γι αυτό το σκοπό (π.χ. της μουριάς). 2. η αφαίρεση τμήματος από τα φύλλα φυτών την εποχή της βλάστησης, το φυλλομάδημα. 3. βιαστική ανάγνωση, φυλλομέτρημα, ξεφύλλισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φυλλολογία — ἡ, Α [φυλλολόγος] το φυλλολόγημα … Dictionary of Greek